Io mìa forà ... Kandilora

Stes protinès emere tu flleariu ekratènnete es Martana to paniri*‹ πανηγύρι; fiera; foire; fair (ti fera) tis kandilora.

Ekho stennù ka mìa’ forà, evò ìmona pedai, e merkanti ce oli cini pu ìkhane tìpoti na pulìsune, ancignùsane na stàsune es Martana atto vrai ros to pornò presta.

Evò ìstika ja spiti cisimà sta Frèata, o topo pu, apù panta, eghènete to paniri ce ekho stennù ka to pornò presta ekùatto ampària mus trainu, vuja, pròata ce ola ta ftinà pu diavènnane ecì simùddhia èssumu.

Ce olo citto pai ambrò ce ampì egòmonne i’ kardìa mu fse pedai. Ole e puteke evàddhane apà sti’ porta tin dàfini, simai ka ecì ikhe na fai pezzettu, kommatàcia fse krea ampariu, rekku ce vudiu, afsaràcia tianimmena... ce na pii krasì.
E màna mu evòraze panta ti’ renga, o skipesci, afsaràcia frimmena ce stiammena m’o fsomì grattuggiao, m’o afsidi ce zafferano ecèss ena vareddhi, ce te’ pastiddhe, kàstana fserà. Ce depoi e Kandilora ìone emera kalì ja to paniri.

O vrai, mia forà, e àntropi epìane stin mesi na kamune to “skiattiddho”: o merkanto èpianne mìa sarda alatimmeni, ti tìnasse na pesi to pleo poddhin ala ce ma tui ecìklonne dio tria skipèscia ce t’òvaddhe eces to’ lemò os kristianò pu o ghiurèane. Cini pu tròane o skiattiddho ikhan, depoi, na pìune, pìane ja tuo sti puteka ja ena mbiuli krasì.

Artena, ekhi khronu, kampossi kristianì enòsisa ce kàmane mia enosi*‹ nonno (< ενώνω=riunire; réunir; to collect) σύλλογος; associazione; association; association, o “komitato”, pu vastà sti kardia to paniri ce ole e tradiziune demene ma tui ce ghiurei na kratesi anio to spìrito tu paniriu. Passo khrono ta penzei ola na vresì kanena prama cinùrio na kharisi os kristianò. Inzomma ekanni cio pu sozi na mi khasì citto nemma pu mas denni sta diavemmena ma ce stes rizze ma. Aliu kronu ampì evòrase ce khàrise is agglisìa i stàtua i Maddonna tis Kandilora. Ekamane na kulusisi i fera ja kamposses emere ce i fonàsane “expomercato”, èkamane na petti panta fse ciuriacì, i protinì ciuriacì tu fleariu ce degghe pleo stes dio, iu soz’erti pleo gheno.

Ce o gheno èrkete ce vriski fse tikanene; a pedàcia, kharùmena, etrèkhutte ce mbelìutte apanu avguà ce skiuma j'in rasa ce ros misciamera eghènutte sa’ rekkuddhàcia.

Ekhàsisa manekhà ta ttinà. Pèrnune kanena ja figura, tosso na fanì. Ekhàsisa e puteke m'oli tin dàfini, ce, soggeste ka tuo khrizi ja mea, jatì en ime pleo pedai, en evrìskete pleo e fsikhì tu panariu, ekhasi cisi kharà pu su gòmonne i’ kardia.

Ena paniri però evo telo na sas kao: sas kharìzo ena travudaci pu èrkato pimeno j'in Kandilora:

Kandilora mu, Kandilora mu,
dammu cìo pu su ghiureo,
su ghiureo o paradiso,
dammu i sèddia na kaiso.

Μια φορά κι' έναν καιρό ... η Υπαπαντή

Τις πρώτες μέρες του Φεβρουρίου γίνεται στο Μαρτάνο το πανηγύρι της Υπαπαντής.

Κάποτε, θυμάμαι, ήμουν μικρός, οι έμποροι και όλοι όσοι είχαν κάτι να πουλήσουν αρχίζανε να φτάνουν στο Μαρτάνο από βραδύς μέχρι το πρωινό.

Εγώ καθόμουν κοντά στα Φρεάτια, η περιοχή όπου γινόταν πάντα το πανηγύρι. Θυμάμαι ότι από νωρίς το πρωί ακούγονταν τα άλογα με τα κάρα τους, οι αγελάδες, τα πρόβατα και όλα τα ζώα που που περνούσαν σιμά μας.

Θυμάμαι ότι όλο αυτό το πηγαινέλα γέμιζε την παιδική μου καρδιά. Όλες οι ταβέρνες κρέμαγαν στην είσοδό τους ένα δάφνινο κλαδί που σήμαινε ότι εκεί μπορούσες να φας τα «πετσέττι», κομματάκια αλογίσιο κρέας, βοδινό, χοιρινό, ψάρι τηγανητό ... και να πιεις κρασί.
Η μάνα μου μου έπαιρνε πάντα ρέγκα, «σκηπέσι», ψαράκια τηγανητά ετοιμασμένα με τριμμένο ψωμί, ξύδι και ζαφορά σε μια σκάφη και «παστίδες» (ξερά κάστανα ). Πάντως, η Υπαπαντή ήταν καλή μέρα για δώρο (ΣτΜ: “πανήρι” < πανηγύρι σημαίνει δώρο στη γκρίκο).

Το βράδυ, κάποτε, οι άντρες πήγαιναν στην πλατεία για να κάνουν το «σκιαττίλλο»: ο πωλητής έπαιρνε μια σαρδέλα παστή, την τίναζε για να πέσει το πολύ αλάτι και με αυτήν τύλιγε δύο τρία «σκηπέσι» και τα έβαζε στο στόμα αυτών που το ζητούσαν. Εκείνοι που έτρωγαν το «σκιαττίλλο» έπρεπε να πιουν και πήγαιναν γι΄αυτό στη ταβέρνα για ένα ποτήρι κρασί.

Τώρα, είναι ήδη καιρός, συγκεντρώθηκαν μερικά άτομα και έκαμαν ένα σύλλογο, "το κομιτάτο" που ενδιαφέρεται για το πανηγύρι και όλες τις παραδόσεις που συνδέονται με τούτο και προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανό το πνεύμα του πανηγυριού.
Κάθε χρόνο κάνουν τα πάντα για να βρουν κάτι το καινούριο να προσφέρουν στον κόσμο. Πάντως, κάνουν ότι μπορούν για να μη χαθούν οι δεσμοί με το παρελθόν μας και με τις ρίζες μας. Πριν από μερικά χρόνια αγόρασαν και έκαναν δωρεά στην εκκλησία το άγαλμα της Παναγίας της Υπαπαντής. Βρήκαν τον τρόπο να κάνουν να διαρκεί το πανηγύρι για κάμποσες μέρες. Το ονόμασαν «ΑγοραExpo» και έκαμαν να πέφτει πάντα Κυριακή, την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου και όχι πλέον στις δύο, έτσι μπορεί να έρθει περισσότερος κόσμος.

Και ο κόσμος έρχεται και βρίσκει οτιδήποτε. Τα παιδάκια χαρούμενα, κυνηγιούνται και πετάν απάνω τους αυγά και αφρόκρεμα ξυρίσματος και το μεσημέρι έχουν γίνει σαν γουρουνάκια.

Χάθηκαν μόνο τα ζώα· φέρνουν μερικά για φιγούρα, για το θεαθήναι. Χάθηκαν οι ταβέρνες με τα δαφνόκλαδα και, αυτό ίσως ισχύει για μένα, γιατί δεν είμαι πλέον παιδί, δεν βρίσκεται πλέον η ψυχή του πανηγυριού· χάθηκε εκείνη η χαρά που σου γέμιζε την καρδιά.

Όμως, ένα δώρο θέλω να σας το κάνω: σας χαρίζω ένα τραγουδάκι που λεγόταν της Υπαπαντής. Ακούστετο.

Υπαπαντή μου, Υπαπαντή μου,
δώς μου εκείνο που σου ζητάω,
σου ζητάω τον παράδεισο,
δώς μου την καρέκλα να καθίσω.

© www.glossagrika.it                                                  14 - 05 - 2024